- χαλκά
- χαλκάςfem voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χαλκᾶ — χάλκεος of copper neut nom/voc/acc pl (attic) χάλκεος of copper fem nom/voc/acc dual (attic) χαλκοῦς of copper neut nom/voc/acc pl (attic) χαλκοῦς of copper fem nom/voc/acc dual (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάλκα — χαλκός copper neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορειβάσια — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… … Dictionary of Greek
ορειβασία — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… … Dictionary of Greek
Μονιούσκο, Στανίσλαβ — (Stanislav Moniuszko, 1819 – 1872). Πολωνός συνθέτης. Διετέλεσε διευθυντής του μελοδράματος στη Βαρσοβία και καθηγητής του εκεί Ωδείου. Οι πολυάριθμες μελωδίες του έχουν καθαρά εθνικό χαρακτήρα και τα μελοδράματά του έχουν επηρεαστεί από τη λαϊκή … Dictionary of Greek
Clítor — Κλείτωρ Clítor Ciudad de la Antigua Grecia Datos generales Habitantes griegos Idioma g … Wikipedia Español
CHRYSANTHEMUM seu CHR XSANTHUM — Graece χρυσάνθεμον et χρύσανθον, idem plerisque cum buphthalmo, quod Neophytus Romanis caltham apellari tradit, Κάλθαν κορωνίαν; quod scil. ad coronas admitteretur, an quod folia in orbem disposita instar coronae haberet? Certe hilichrysô,… … Hofmann J. Lexicon universale
PARAPEGMA — Graece παράπηγμα, proprie tabula est aenea, columnae alicui solita affigi, ςτυλοπινάκιον hine quoque Graecis. In cuiusmodi tabulis Leges, Edicta, Agrorum divisionum formae, Canones siderum Astronomici, et alia vulgo incidebantur, et in locis… … Hofmann J. Lexicon universale
PHUNON — civitas quondam Principum Edom, dein viculus, ubi aeris metalla damnatorum suppliciis effodiuntur. Hic castra. metati sunt filii Israel profecti de Salmona, Numer. c. 33. Latine, gemma, sive aspiciens. Hebr. Gap desc: Hebrew vel Phinon Gap desc:… … Hofmann J. Lexicon universale
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek